Α ν κάποιος θέλει να καταλάβει περισσότερα για το θέμα θα πρέπει να διαβάσει το Δέκα ετών,διαζευγμένη, βιβλίο που περιγράφει την αληθινή ιστορία μιας άλλης μικρής που γλίτωσε τα χειρότερα, της μικρής Νοζούντ Αλι την οποία πάντρεψαν στα εννιά της αλλά εκείνη κατάφερε και πήρε διαζύγιο έναν χρόνο μετά! Η ιστορία της συγκλόνισε την Υεμένη κι έκανε τον γύρο του κόσμου, καθώς η μικρή υπήρξε η πρώτη γυναίκα στη χώρα που αντέδρασε τόσο δυναμικά και τόσο αποτελεσματικά στη βάναυση μεταχείρισή της, μεταχείριση την οποία υφίστανται μοιρολατρικά γενεές γυναικών από αιώνες.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αλλά το έχει γράψει η δημοσιογράφος της «Figaro» Ντελφίν Μινουί, ειδικευμένη σε θέματα Μέσης Ανατολής, που κατέγραψε τη μαρτυρία της Νοζούντ και την έκανε διεθνές μπεστ σέλερ. Την αρχή την έκανε η ίδια η Νοζούντ, που ένα ωραίο πρωί, αντί να πάει στον φούρνο να πάρει ψωμί, μπήκε σε ένα ταξί και πήγε στο δικαστήριο! Πώς όμως έφτασε ώς εκεί; Η μικρή γεννήθηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Βόρειας Υεμένης, με πέντε πέτρινα σπίτια όλα κι όλα. Ηταν ακόμη πολύ μικρή όταν η πολυπληθής και πάμφτωχη οικογένειά της υποχρεώθηκε να μετακομίσει στην πρωτεύουσα Σαναά.
Εκεί ο πατέρας, αφού δούλεψε για λίγο κανονικά, περιέπεσε σε κατάσταση διαρκούς οικονομικής ανασφάλειας οπότε δέχτηκε μετά χαράς την πρόταση ενός συγχωριανού του, που ζούσε κι εκείνος στην πρωτεύουσα, να του δώσει τη μικρή Νοζούντ για γάμο, με τον προγαμιαίο όρο, μάλλον για τα μάτια του κόσμου, να μην την αγγίξει πριν περάσει ένας χρόνος από την έναρξη του εμμηνορυσιακού κύκλου της. Ο τριαντάχρονος σύζυγος αποφασίζει ότι θα ζήσουν στο χωριό, έτσι η μικρή επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, αυτή τη φορά όμως με καλυμμένο πρόσωπο όπως επιβάλλεται στις παντρεμένες γυναίκες, χωρίς να μπορεί να πάει σχολείο και με μια πεθερά που ήταν το αληθινό αφεντικό της.
Παρά τις υποσχέσεις του, ο σύζυγος την κακοποιεί σεξουαλικά από την πρώτη κιόλας νύχτα με τις ευλογίες της αδελφής και της μητέρας του που το πρωί επιδοκιμάζουν το θέαμα με το ματωμένο σεντόνι. Από την τρίτη μέρα ο σύζυγος τη χτυπά επειδή εκείνη αντιστέκεται. Οταν κάποτε τής επιτρέπει να επισκεφθεί τους γονείς της, αυτοί επιμένουν ότι πρέπει να τον αποδεχθεί. Και μόνο η δεύτερη γυναίκα του πατέρα της τής υποβάλλει την ιδέα του δικαστηρίου. Είχε την τύχη, βέβαια, να φτάσει μέχρι την πόρτα του δικαστή και αυτός να πιστέψει την ιστορία της. Της έβαλαν δικηγόρο μια γνωστή υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών και εντέλει η υπόθεση είχε αίσιο τέλος.
Πέρα από την ίδια την ιστορία που, έστω και με κάπως απλοϊκό γράψιμο, αποκαλύπτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες της ζωής των γυναικών, το βιβλίο έχει και μία επιπλέον αξία: δείχνει ανάγλυφα τον εσωτερικό πόλεμο στις κοινωνίες αυτές, ανάμεσα στις παραδοσιακές δομές και τη νεωτερικότητα. Το χάος ανάμεσα στις αναλφάβητες γυναίκες του χωριού με την προαποφασισμένη μοίρα και με τους συζύγους που δρουν μόνο με βάση κώδικες τιμής και τις μοντέρνες γυναίκες μιας ανώτερης τάξης που μπορούν ακόμη και να βρεθούν σε νευραλγικές διοικητικές θέσεις. Κάπως έτσι ένα δεκάχρονο κορίτσι βρέθηκε να γίνει σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αλλά το έχει γράψει η δημοσιογράφος της «Figaro» Ντελφίν Μινουί, ειδικευμένη σε θέματα Μέσης Ανατολής, που κατέγραψε τη μαρτυρία της Νοζούντ και την έκανε διεθνές μπεστ σέλερ. Την αρχή την έκανε η ίδια η Νοζούντ, που ένα ωραίο πρωί, αντί να πάει στον φούρνο να πάρει ψωμί, μπήκε σε ένα ταξί και πήγε στο δικαστήριο! Πώς όμως έφτασε ώς εκεί; Η μικρή γεννήθηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Βόρειας Υεμένης, με πέντε πέτρινα σπίτια όλα κι όλα. Ηταν ακόμη πολύ μικρή όταν η πολυπληθής και πάμφτωχη οικογένειά της υποχρεώθηκε να μετακομίσει στην πρωτεύουσα Σαναά.
Εκεί ο πατέρας, αφού δούλεψε για λίγο κανονικά, περιέπεσε σε κατάσταση διαρκούς οικονομικής ανασφάλειας οπότε δέχτηκε μετά χαράς την πρόταση ενός συγχωριανού του, που ζούσε κι εκείνος στην πρωτεύουσα, να του δώσει τη μικρή Νοζούντ για γάμο, με τον προγαμιαίο όρο, μάλλον για τα μάτια του κόσμου, να μην την αγγίξει πριν περάσει ένας χρόνος από την έναρξη του εμμηνορυσιακού κύκλου της. Ο τριαντάχρονος σύζυγος αποφασίζει ότι θα ζήσουν στο χωριό, έτσι η μικρή επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, αυτή τη φορά όμως με καλυμμένο πρόσωπο όπως επιβάλλεται στις παντρεμένες γυναίκες, χωρίς να μπορεί να πάει σχολείο και με μια πεθερά που ήταν το αληθινό αφεντικό της.
Παρά τις υποσχέσεις του, ο σύζυγος την κακοποιεί σεξουαλικά από την πρώτη κιόλας νύχτα με τις ευλογίες της αδελφής και της μητέρας του που το πρωί επιδοκιμάζουν το θέαμα με το ματωμένο σεντόνι. Από την τρίτη μέρα ο σύζυγος τη χτυπά επειδή εκείνη αντιστέκεται. Οταν κάποτε τής επιτρέπει να επισκεφθεί τους γονείς της, αυτοί επιμένουν ότι πρέπει να τον αποδεχθεί. Και μόνο η δεύτερη γυναίκα του πατέρα της τής υποβάλλει την ιδέα του δικαστηρίου. Είχε την τύχη, βέβαια, να φτάσει μέχρι την πόρτα του δικαστή και αυτός να πιστέψει την ιστορία της. Της έβαλαν δικηγόρο μια γνωστή υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών και εντέλει η υπόθεση είχε αίσιο τέλος.
Πέρα από την ίδια την ιστορία που, έστω και με κάπως απλοϊκό γράψιμο, αποκαλύπτει συγκλονιστικές λεπτομέρειες της ζωής των γυναικών, το βιβλίο έχει και μία επιπλέον αξία: δείχνει ανάγλυφα τον εσωτερικό πόλεμο στις κοινωνίες αυτές, ανάμεσα στις παραδοσιακές δομές και τη νεωτερικότητα. Το χάος ανάμεσα στις αναλφάβητες γυναίκες του χωριού με την προαποφασισμένη μοίρα και με τους συζύγους που δρουν μόνο με βάση κώδικες τιμής και τις μοντέρνες γυναίκες μιας ανώτερης τάξης που μπορούν ακόμη και να βρεθούν σε νευραλγικές διοικητικές θέσεις. Κάπως έτσι ένα δεκάχρονο κορίτσι βρέθηκε να γίνει σύμβολο της γυναικείας χειραφέτησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!