Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Βασίλης Αλεξάκης: «Έχω κέφι για την Ελλάδα»

Με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ο μικρός Έλληνας», ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης μιλάει για την κρίση στη Γαλλία και την Ελλάδα, αναφέρεται στον αγώνα του να μη χάσει την επαφή του με την ελληνική γλώσσα και εξηγεί με ποιον τρόπο κατόρθωσε να δώσει καινούργια ζωή στους ήρωες του κλασικού μυθιστορήματος.  


Ο «Μικρός Έλληνας», το καινούργιο σας μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε στις αρχές του καλοκαιριού, αποτελεί ένα λογοτεχνικό σχόλιο για την κρίση τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα.

Ο κεντρικός μου ήρωας είναι φοβισμένος και καταπονημένος από μιαν εγχείριση που έχει κάνει πρόσφατα στο πόδι του και η σωματική και ψυχική του κατάσταση είναι ανάλογη με την πραγματικότητα η οποία επικρατεί και στις δύο χώρες. Ο ήρωας περιπλανιέται στον Κήπο του Λουξεμβούργου και προσπαθεί να πιάσει κουβέντα με τους αστέγους, συνειδητοποιώντας πως όλοι (κι αυτοί κι εκείνος) είναι τραυματίες. Μικρά ή μεγάλα δράματα παίζονται συνεχώς τριγύρω του, αλλά το χειρότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο χάνουν βαθμιαία τη γλώσσα τους οι άστεγοι. Πρόκειται για κάτι που ερεύνησα ο ίδιος και το γνώρισα από κοντά: ύστερα από ένα διάστημα μοναξιάς και απομόνωσης, κατά τη διάρκεια του οποίου μαθαίνουν να μην έχουν εμπιστοσύνη σε κανέναν, οι άστεγοι δυσκολεύονται να μιλήσουν και να πουν ακόμα και τα στοιχειώδη. Μυθιστόρημα χωρίς φαντασία δεν γίνεται, αλλά, από την άλλη μεριά, ο συγγραφέας οφείλει να διερευνά το τι συμβαίνει τριγύρω του όταν το θέμα του έχει να κάνει με τον κοινωνικό περίγυρο. Ύστερα από 40 χρόνια διαμονής και περιπλανήσεων στο Παρίσι, κατέληξα στο ωραιότερο και το πιο μυθιστορηματικό σημείο της πόλης, στον Κήπο του Λουξεμβούργου, συναντώντας τους αστέγους στο υπόγειο καφέ τους. Κι από εδώ μοιραία ανοίγει η πόρτα για την Ελλάδα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου σας είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες του κλασικού μυθιστορήματος, που κυριάρχησαν στα διαβάσματα των παιδικών και των εφηβικών σας χρόνων, αποκτούν μια καινούργια ζωή και αναλαμβάνουν, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, έναν καινούργιο ρόλο, χωρίς να διαγράφεται ούτε κατ’ ελάχιστον το λογοτεχνικό παρελθόν τους.

Το ζήτημα ήταν οι κλασικοί ήρωες να μείνουν πιστοί στο πνεύμα των συγγραφέων τους (από Ουγκώ, Στίβενσον και Λ. Κάρολ μέχρι Δουμά πατέρα, Ντεφόε και Σ. Μπροντέ) και ό,τι γίνεται στο δικό μου μυθιστόρημα να τους θυμίζει απόλυτα. Ξαναδιάβασα όλα τα βιβλία. Δεν βρήκα καθόλου καλό τον «Ροβινσώνα» ενώ οι «Άθλιοι» αξίζουν μόνο για τους χαρακτήρες των κακών – αν και αυτοί είναι μάλλον μέτριοι. Βρήκα, αντιθέτως, εκπληκτικούς τους «Τρεις σωματοφύλακες», το «Νησί των θησαυρών», την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» και την «Τζέιν Έιρ». Για να μείνω μόνο στην τελευταία, στη σκηνή της γιορτής με την οποία κλείνει ο «Μικρός Έλληνας» ήθελα να βγουν δύο πράγματα μια τέτοια ηρωίδα: πρώτα η καλοσύνη και ύστερα το χρόνιο πάθος της.

Διατηρείτε, όμως, και κάποια απόσταση από τους κλασικούς ήρωες που ζωντανεύετε εκ νέου. Υπάρχει από αυτή την άποψη στο βιβλίο σας ένα κλίμα παρωδίας;

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το στοιχείο της παρωδίας. Θέλω, όμως, ταυτοχρόνως να πω ότι για να γράψεις μυθιστόρημα χρειάζεται ένα είδος αφέλειας και παιδισμού. Ο μυθιστοριογράφος δεν πρέπει να είναι ευφυέστερος από αυτό το οποίο γράφει και οφείλει επίσης να το πιστέψει βαθιά. Εγώ πίστεψα πολύ σε όλους τους ήρωές μου.

Η γλώσσα είναι κάτι το οποίο σας έχει απασχολήσει πολλές φορές ως συγγραφέα ενώ αποτελεί το κεντρικό θέμα των μυθιστορημάτων σας «Η πρώτη λέξη» και «Ξένες λέξεις». Εκ παραλλήλου, γράφετε πάντοτε σε δύο γλώσσες: γαλλικά και ελληνικά.

Αναγκάστηκα σε όλη τη συγγραφική μου πορεία να χρησιμοποιήσω δύο γλώσσες με την επίγνωση ότι κάθε αντικείμενο είχε για μένα δύο ονόματα. Σκεφτείτε, όμως, και κάτι άλλο: το πόσες γλώσσες υπάρχουν και πόσο διαφορετικά ονοματίζουν – για τη λέξη «άλογο», φερ’ ειπείν, υπάρχουν 6.000 ονόματα. Μιλάμε για την απόλυτη αυθαιρεσία, όχι γι’ αυτό που έλεγε ο Πλάτων - ότι οι λέξεις συσχετίζονται με τα πράγματα. Κακά τα ψέματα: οι γλώσσες μάς μαθαίνουν να είμαστε μετριόφρονες και να αποβάλλουμε το οποιοδήποτε εθνικιστικό αίσθημα. Ήδη στα αρχαία ελληνικά θα ανακαλύψουμε άπειρες λέξεις αδιάγνωστης προέλευσης, λέξεις που προέρχονται από τους Πελασγούς και από πεθαμένες γλώσσες. Οι γλώσσες έχουν διαμορφωθεί, και συνεχίζουν να διαμορφώνονται, από τον αναμεταξύ τους διάλογο και από τον συνεχή αλληλοδανεισμό. Κάτι το οποίο δύο τουλάχιστον φορές στην ιστορία τους προσπάθησαν επί ματαίω να αρνηθούν οι Γάλλοι: στα χρόνια μας, εξοβελίζοντας ως απειλητικό φάντασμα τα αγγλικά, και στην Αναγέννηση ισχυριζόμενοι ότι τα γαλλικά ήταν σημαντικότερη γλώσσα από τα ιταλικά επειδή εμπεριείχαν περισσότερες …ελληνικές λέξεις. Για να επανέλθω, οι γλώσσες έχουν από τη φύση τους μια ροπή προς το ταξίδι σε άγνωστους τόπους, αλλά και μια περιέργεια για το μακρινό και το ξένο.

Ο ίδιος είχα ανέκαθεν την έμμονη ιδέα να μη χάσω την επαφή με την ελληνική γλώσσα. Όταν έγραψα το «Τάλγκο» (το πρώτο βιβλίο που έγραψα και στα ελληνικά) μού έγινε απολύτως κατανοητό πως η γαλλική γλώσσα δεν με υποχρέωσε ποτέ να πω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα να πω. Χρειάστηκαν, όμως, αγώνες για πετύχω να μείνω φανατικός Έλληνας. Έγραφα συνεχώς στα γαλλικά αφού εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, παντρεύτηκα Γαλλίδα και με έθλιβε επί σειρά ετών η εικόνα της σκεπασμένης και αχρησιμοποίητης ελληνικής γραφομηχανής μπροστά στα μάτια μου. Δεν ζήτησα ποτέ τη γαλλική υπηκοότητα και ο αγώνας για τα ελληνικά είχε οπωσδήποτε κάποιο κόστος. Σήμερα, πάντως, νιώθω πως τα έχω δει όλα στο Παρίσι (όταν είδα και τις κατακόμβες και τα ορυχεία, τα οποία έψαξα για τις ανάγκες του «Μικρού Έλληνα», τελείωσε όλος ο ενθουσιασμός) και πως είναι καιρός να μείνω περισσότερο διάστημα στην Αθήνα. Έχω ένα κέφι για την Ελλάδα.

Τι θα είναι το επόμενο βιβλίο σας;

Θα έχει ως θέμα του τη μνήμη. Ξέρετε, όταν είσαι μετανάστης βασίζεσαι πολύ περισσότερο στη μνήμη σου από κάποιον που δεν έχει μετακινηθεί από την πατρίδα του. Πολλώ δε μάλλον αν έχεις χάσει όλους τους συγγενείς, που όσο παραμένουν ζωντανοί σε βοηθούν να διατηρήσεις σε καλύτερη κατάσταση τη μνημονική σου ετοιμότητα. Ο Ζαν Μαρκ Ρομπέρτς, ο γάλλος εκδότης μου, πέθανε τον περασμένο Μάρτιο. Όταν κάποια στιγμή, κι ενόσω ήταν πλέον βαριά άρρωστος, του είπα ότι ξέχασα τη λέξη «κλαρινέτο» μού απάντησε: «Το ‘’Κλαρινέτο’’ είναι ένας πολύ ωραίος τίτλος».

Το  μυθιστόρημά του «Ο μικρός Έλληνας», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Εξάντας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...