Γεννήθηκε
στην Μπρέσια της Λομβαρδίας, αλλά η καταγωγή του είναι από την Τσεχία
αφού οι γονείς του μετανάστευσαν στην Ιταλία από τη Νότια Βοημία. Το
1929 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη (ο πατέρας του
εργάστηκε ως μηχανικός σε εργοστάσιο καλτσών) και ο ίδιος σπούδασε
ιστορία, αρχαιολογία και ιταλική γλώσσα στο Αριστοτέλειο, όπου και εν
συνεχεία δίδαξε, στο ιταλικό τμήμα, επί τριάντα σχεδόν χρόνια.
Ο Κάρολος Τσίζεκ βαδίζει σήμερα στο 93ο έτος της ηλικίας του και έχει μια μακρά προϊστορία στον χώρο της τέχνης. Ζωγράφος, γραφίστας (άφησε εποχή στα εξώφυλλα των εκδόσεων και του περιοδικού της «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, με τον οποίο τη συνδιηύθυνε από το 1958 μέχρι το 1983) και μεταφραστής (μετέφερε στα ελληνικά πληθώρα τσέχων συγγραφέων), ο Τσίζεκ είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της καλλιτεχνικής παραγωγής της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και παραμένει πνευματικά αειθαλής: το 2005 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Στίχοι έρωτα και αγάπης» (εκδόσεις Μπιλιέτο) ενώ πριν από λίγο καιρό οι εκδόσεις Κίχλη τύπωσαν τα διηγήματά του «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» με επίμετρο του Αλέξη Ζήρα.
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στον τόμο των διηγημάτων δεν είναι κείμενα τα οποία γράφει ένας καλλιτέχνης του χρωστήρα και της τυπογραφίας συμπληρωματικά προς το εικαστικό του έργο, αλλά ώριμη, από καιρό κατασταλαγμένη λογοτεχνία. Ξεκινώντας πάντοτε από μιαν έντονα βιωματική αφετηρία, ο Τσίζεκ κατορθώνει να περάσει στα κομμάτια του ό,τι σημάδεψε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και τις δύο πατρίδες του. Παιδί που μεγάλωσε σε μιαν οικογένεια η οποία έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ο Τσίζεκ θα κατευθύνει την προσωπική του μνήμη σε δύο άκρως τραυματικές ιστορικές περιόδους της Τσεχίας. Η πρώτη περίοδος, που θα ζωντανέψει μέσα από τις μορφές των φίλων του πατέρα του όπως τα γνώρισε όταν ήταν μικρός, έχει να κάνει με την κατάκτηση της Τσεχίας από τους ναζί και το άσβεστο μίσος το οποίο έτρεφαν οι τελευταίοι για τη χώρα και τους ανθρώπους της. Η δεύτερη περίοδος συνδέεται με τον ενήλικο βίο του Τσίζεκ. Δουλεύοντας ως μεταφραστής για τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας στο περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο συγγραφέας θα έρθει σε επαφή με τη μεταχείριση που θα επιφυλάξει σε Τσέχους και ξένους ο σιδερένιος μηχανισμός της κομμουνιστικής εξουσίας. Την ίδια, όμως, ώρα ο Τσίζεκ θα αποκαλύψει το σκοτεινό πολιτικό κλίμα που θα επικρατήσει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ενόσω θα οδεύει με ταχύτητα προς τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ενάντιος από τη φύση του σε οποιονδήποτε αυταρχισμό, ο Τσίζεκ θα εικονογραφήσει με χιούμορ την κρατική αυθαιρεσία, υποδεικνύοντας το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται κάτω από τέτοιες περιστάσεις οι πολίτες. Κι όλα αυτά χωρίς σπουδαιοφανή λόγια και εύκολες καταγγελίες, με μιαν αφήγηση που ξέρει πώς να δείξει πίσω από μια καθαρώς ατομική ιστορία την παθολογία του συλλογικού.
Οι καλύτερες μολοντούτο σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που μας ταξιδεύουν στον παιδικό κόσμο του αφηγητή, όταν μαθαίνει να κυνηγάει με τον πατέρα του στο Σέδες, στο βαλτοτόπι της Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ή όταν αργότερα, που έχει πια μεγαλώσει, καλεί τους φίλους του σ’ έναν ερημότοπο κοντά στην ίδια περιοχή. Υπάρχει κι εδώ ένα είδος ακράδαντης πίστης στην απελευθερωτική δύναμη της ελευθερίας. Την ελευθερία, όμως, τώρα εκπροσωπεί η φύση, που γίνεται με την απεραντοσύνη και την ορμή της πηγή ρώμης για όποιον κατορθώνει να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά της.
Με έναν μνημονικό ιστό που κινείται σε πολλαπλά επίπεδα και αλλάζει συνεχώς παραστάσεις, βάζοντας κάθε τόσο στο παιχνίδι καινούργια πρόσωπα ή ανοίγοντας συνεχώς τον δρόμο για τη δημιουργία νέων καταστάσεων, ο Τσίζεκ αποδεικνύεται, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ένας εντελώς σύγχρονος πεζογράφος, ικανός να προκαλέσει συγκίνηση στους πιο διαφορετικούς αναγνώστες.
News Room «Κέρδος»
Ο Κάρολος Τσίζεκ βαδίζει σήμερα στο 93ο έτος της ηλικίας του και έχει μια μακρά προϊστορία στον χώρο της τέχνης. Ζωγράφος, γραφίστας (άφησε εποχή στα εξώφυλλα των εκδόσεων και του περιοδικού της «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, με τον οποίο τη συνδιηύθυνε από το 1958 μέχρι το 1983) και μεταφραστής (μετέφερε στα ελληνικά πληθώρα τσέχων συγγραφέων), ο Τσίζεκ είναι μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της καλλιτεχνικής παραγωγής της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και παραμένει πνευματικά αειθαλής: το 2005 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Στίχοι έρωτα και αγάπης» (εκδόσεις Μπιλιέτο) ενώ πριν από λίγο καιρό οι εκδόσεις Κίχλη τύπωσαν τα διηγήματά του «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» με επίμετρο του Αλέξη Ζήρα.
Τα κείμενα που φιλοξενούνται στον τόμο των διηγημάτων δεν είναι κείμενα τα οποία γράφει ένας καλλιτέχνης του χρωστήρα και της τυπογραφίας συμπληρωματικά προς το εικαστικό του έργο, αλλά ώριμη, από καιρό κατασταλαγμένη λογοτεχνία. Ξεκινώντας πάντοτε από μιαν έντονα βιωματική αφετηρία, ο Τσίζεκ κατορθώνει να περάσει στα κομμάτια του ό,τι σημάδεψε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και τις δύο πατρίδες του. Παιδί που μεγάλωσε σε μιαν οικογένεια η οποία έτρεφε μεγάλο σεβασμό για τις αξίες της ελευθερίας και της δημοκρατίας, ο Τσίζεκ θα κατευθύνει την προσωπική του μνήμη σε δύο άκρως τραυματικές ιστορικές περιόδους της Τσεχίας. Η πρώτη περίοδος, που θα ζωντανέψει μέσα από τις μορφές των φίλων του πατέρα του όπως τα γνώρισε όταν ήταν μικρός, έχει να κάνει με την κατάκτηση της Τσεχίας από τους ναζί και το άσβεστο μίσος το οποίο έτρεφαν οι τελευταίοι για τη χώρα και τους ανθρώπους της. Η δεύτερη περίοδος συνδέεται με τον ενήλικο βίο του Τσίζεκ. Δουλεύοντας ως μεταφραστής για τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας στο περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο συγγραφέας θα έρθει σε επαφή με τη μεταχείριση που θα επιφυλάξει σε Τσέχους και ξένους ο σιδερένιος μηχανισμός της κομμουνιστικής εξουσίας. Την ίδια, όμως, ώρα ο Τσίζεκ θα αποκαλύψει το σκοτεινό πολιτικό κλίμα που θα επικρατήσει στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ενόσω θα οδεύει με ταχύτητα προς τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Ενάντιος από τη φύση του σε οποιονδήποτε αυταρχισμό, ο Τσίζεκ θα εικονογραφήσει με χιούμορ την κρατική αυθαιρεσία, υποδεικνύοντας το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο οδηγούνται κάτω από τέτοιες περιστάσεις οι πολίτες. Κι όλα αυτά χωρίς σπουδαιοφανή λόγια και εύκολες καταγγελίες, με μιαν αφήγηση που ξέρει πώς να δείξει πίσω από μια καθαρώς ατομική ιστορία την παθολογία του συλλογικού.
Οι καλύτερες μολοντούτο σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες που μας ταξιδεύουν στον παιδικό κόσμο του αφηγητή, όταν μαθαίνει να κυνηγάει με τον πατέρα του στο Σέδες, στο βαλτοτόπι της Γεωργικής Σχολής Θεσσαλονίκης, ή όταν αργότερα, που έχει πια μεγαλώσει, καλεί τους φίλους του σ’ έναν ερημότοπο κοντά στην ίδια περιοχή. Υπάρχει κι εδώ ένα είδος ακράδαντης πίστης στην απελευθερωτική δύναμη της ελευθερίας. Την ελευθερία, όμως, τώρα εκπροσωπεί η φύση, που γίνεται με την απεραντοσύνη και την ορμή της πηγή ρώμης για όποιον κατορθώνει να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά της.
Με έναν μνημονικό ιστό που κινείται σε πολλαπλά επίπεδα και αλλάζει συνεχώς παραστάσεις, βάζοντας κάθε τόσο στο παιχνίδι καινούργια πρόσωπα ή ανοίγοντας συνεχώς τον δρόμο για τη δημιουργία νέων καταστάσεων, ο Τσίζεκ αποδεικνύεται, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ένας εντελώς σύγχρονος πεζογράφος, ικανός να προκαλέσει συγκίνηση στους πιο διαφορετικούς αναγνώστες.
News Room «Κέρδος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!