Στο βιβλίο του «Ο ωραίος κίνδυνος» που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση του Νίκου Ηλιάδη ο Μισέλ Φουκώ γίνεται για πρώτη φορά προσωπικός και αποκαλυπτικός, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και εξομολογείται τα αντιφατικά του αισθήματα για το γράψιμο
Καλοκαίρι του 1968: Το τρομερό παιδί της γαλλικής διανόησης, ο Μισέλ Φουκώ δέχεται
την πρόταση του κριτικού λογοτεχνίας Κλωντ Μποννεφουά και πραγματοποιεί μία σειρά συναντήσεων-συνομιλιών μαζί του με σκοπό να προκύψει στο τέλος ένα βιβλίο. Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν (έφτασαν τις δέκα), αλλά το βιβλίο δεν βγήκε ποτέ. Ένα μέρος των συζητήσεων δημοσιεύτηκε στη Γαλλία μόλις πριν από δύο χρόνια με επιμέλεια και εισαγωγή του Φιλίπ Αρτιέρ, για να κυκλοφορήσει πολύ πρόσφατα και στα ελληνικά σε μετάφραση του Νίκου Ηλιάδη από τις εκδόσεις Άγρα.
Ο Φουκώ καταφέρνει να πετύχει στις συνομιλίες του με τον Μποννεφουά κάτι το οποίο ήταν αδιανόητο μέχρι τότε στην καριέρα του ως ερευνητή: γίνεται προσωπικός και αποκαλυπτικός, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και το ιατρικό περιβάλλον της επαρχίας μέσα στο οποίο μεγάλωσε και εξομολογείται τα αντιφατικά του αισθήματα για το γράψιμο: μια καθημερινή συνήθεια και πρακτική, που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή του. Ο Φουκώ θα ξεκινήσει λέγοντας πως το γράψιμο δεν αποτέλεσε γι’ αυτόν (όπως αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα για τους περισσότερους) μιαν υπέρτερη αξία. Η επαφή του με το γράψιμο έμοιαζε για ένα μεγάλο διάστημα εντελώς παγωμένη: μια ξένη και αδιάφορη, σχεδόν καταναγκαστική διαδικασία. Χρειάστηκε να παραμείνει εκτός Γαλλίας, όταν βρέθηκε στη Σουηδία, στην υπηρεσία του υπουργού Εξωτερικών, για να νιώσει στο πετσί του τη σημασία τού να εκφράζεται κάποιος στη γλώσσα την οποία έμαθε από παιδί. Μιλώντας κακά σουηδικά και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες και με τα αγγλικά, ο Φουκώ άρχισε βαθμιαία να αισθάνεται αυτό που ονομάζουν «ηδονή της γραφής». Και πάλι, όμως, το γράψιμο δεν μπόρεσε να κατακτήσει στη συνείδησή του τη θέση ενός απαραβίαστου ιερού. Το γράψιμο, λέει στον Μποννεφουά, έρχεται μόνο όταν τα πράγματα έχουν τελειώσει κι έχουν περάσει στο πεδίο της Ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια, η γραφή είναι κάτι σαν νέκυια: μια κάθοδος στον κόσμο των νεκρών με μοναδική αποστολή να εξακριβωθούν οι αιτίες του θανάτου τους, να φωτιστούν από μια χειρουργική απόσταση οι δρόμοι μέσα από τους οποίους τα ζωντανά φαινόμενα μπήκαν οριστικά στο κάδρο του παρελθόντος.
Προχωρώντας προς μια τέτοια κατεύθυνση, ο Φουκώ θα ξεκαθαρίσει τους στόχους όχι μόνο της γραφής, αλλά και του ερευνητικού του προσανατολισμού. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο για το φιλοσοφικό του σύστημα, εκείνο το οποίο δηλώνει πως τον ενδιαφέρει πρωτίστως (έστω κι αν αποφεύγει τη λέξη) είναι η αναζήτηση της αλήθειας: της αλήθειας την οποία κρύβουν οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί θεσμοί (βοηθούσης και της τέχνης) προκειμένου να μη φανεί η νοσηρή βάση του πολιτισμού τον οποίο εκπροσωπούν. Αταλάντευτο, επομένως, έργο του στοχαστή είναι να υποδείξει τις μεθόδους μέσω των οποίων εδραιώνεται μια τέτοια απόκρυψη και να ξηλώσει τις μεταμφιέσεις της πολιτικής, της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής εξουσίας, κοιτάζοντας την «ανάποδη όψη της ταπισερί».
Η ηδονή παρόλα αυτά της γραφής δεν θα αποδράσει από το τοπίο της σκέψης του Φουκώ, που θα παραδεχτεί πως το γράψιμο είναι ένα οχυρό απέναντι σε όλα όσα ταλανίζουν τον καθημερινό μας βίο. Όταν γράφω, διαβεβαιώνει τον Μποννεφουά, είμαι υποχρεωμένος να σβήσω το πρόσωπό μου, να υπαγάγω το εγώ και την ατομική ταυτότητα σε ό,τι συνοψίζει η υπογραφή μου: «Το να γράφει κανείς, κατά βάθος, είναι να προσπαθεί να ρεύσει, μέσα από τα μυστηριώδη κανάλια της πένας και της γραφής, ολόκληρη η υπόσταση, όχι μονάχα της ύπαρξης αλλά και του σώματος, μέσα σε αυτά τα μικροσκοπικά ίχνη που αποθέτει πάνω στο χαρτί».
Καλοκαίρι του 1968: Το τρομερό παιδί της γαλλικής διανόησης, ο Μισέλ Φουκώ δέχεται
την πρόταση του κριτικού λογοτεχνίας Κλωντ Μποννεφουά και πραγματοποιεί μία σειρά συναντήσεων-συνομιλιών μαζί του με σκοπό να προκύψει στο τέλος ένα βιβλίο. Οι συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν (έφτασαν τις δέκα), αλλά το βιβλίο δεν βγήκε ποτέ. Ένα μέρος των συζητήσεων δημοσιεύτηκε στη Γαλλία μόλις πριν από δύο χρόνια με επιμέλεια και εισαγωγή του Φιλίπ Αρτιέρ, για να κυκλοφορήσει πολύ πρόσφατα και στα ελληνικά σε μετάφραση του Νίκου Ηλιάδη από τις εκδόσεις Άγρα.
Ο Φουκώ καταφέρνει να πετύχει στις συνομιλίες του με τον Μποννεφουά κάτι το οποίο ήταν αδιανόητο μέχρι τότε στην καριέρα του ως ερευνητή: γίνεται προσωπικός και αποκαλυπτικός, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και το ιατρικό περιβάλλον της επαρχίας μέσα στο οποίο μεγάλωσε και εξομολογείται τα αντιφατικά του αισθήματα για το γράψιμο: μια καθημερινή συνήθεια και πρακτική, που σημάδεψε ολόκληρη τη ζωή του. Ο Φουκώ θα ξεκινήσει λέγοντας πως το γράψιμο δεν αποτέλεσε γι’ αυτόν (όπως αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι και σήμερα για τους περισσότερους) μιαν υπέρτερη αξία. Η επαφή του με το γράψιμο έμοιαζε για ένα μεγάλο διάστημα εντελώς παγωμένη: μια ξένη και αδιάφορη, σχεδόν καταναγκαστική διαδικασία. Χρειάστηκε να παραμείνει εκτός Γαλλίας, όταν βρέθηκε στη Σουηδία, στην υπηρεσία του υπουργού Εξωτερικών, για να νιώσει στο πετσί του τη σημασία τού να εκφράζεται κάποιος στη γλώσσα την οποία έμαθε από παιδί. Μιλώντας κακά σουηδικά και αντιμετωπίζοντας δυσκολίες και με τα αγγλικά, ο Φουκώ άρχισε βαθμιαία να αισθάνεται αυτό που ονομάζουν «ηδονή της γραφής». Και πάλι, όμως, το γράψιμο δεν μπόρεσε να κατακτήσει στη συνείδησή του τη θέση ενός απαραβίαστου ιερού. Το γράψιμο, λέει στον Μποννεφουά, έρχεται μόνο όταν τα πράγματα έχουν τελειώσει κι έχουν περάσει στο πεδίο της Ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια, η γραφή είναι κάτι σαν νέκυια: μια κάθοδος στον κόσμο των νεκρών με μοναδική αποστολή να εξακριβωθούν οι αιτίες του θανάτου τους, να φωτιστούν από μια χειρουργική απόσταση οι δρόμοι μέσα από τους οποίους τα ζωντανά φαινόμενα μπήκαν οριστικά στο κάδρο του παρελθόντος.
Προχωρώντας προς μια τέτοια κατεύθυνση, ο Φουκώ θα ξεκαθαρίσει τους στόχους όχι μόνο της γραφής, αλλά και του ερευνητικού του προσανατολισμού. Όσο κι αν ακούγεται περίεργο για το φιλοσοφικό του σύστημα, εκείνο το οποίο δηλώνει πως τον ενδιαφέρει πρωτίστως (έστω κι αν αποφεύγει τη λέξη) είναι η αναζήτηση της αλήθειας: της αλήθειας την οποία κρύβουν οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί θεσμοί (βοηθούσης και της τέχνης) προκειμένου να μη φανεί η νοσηρή βάση του πολιτισμού τον οποίο εκπροσωπούν. Αταλάντευτο, επομένως, έργο του στοχαστή είναι να υποδείξει τις μεθόδους μέσω των οποίων εδραιώνεται μια τέτοια απόκρυψη και να ξηλώσει τις μεταμφιέσεις της πολιτικής, της επιστημονικής και της καλλιτεχνικής εξουσίας, κοιτάζοντας την «ανάποδη όψη της ταπισερί».
Η ηδονή παρόλα αυτά της γραφής δεν θα αποδράσει από το τοπίο της σκέψης του Φουκώ, που θα παραδεχτεί πως το γράψιμο είναι ένα οχυρό απέναντι σε όλα όσα ταλανίζουν τον καθημερινό μας βίο. Όταν γράφω, διαβεβαιώνει τον Μποννεφουά, είμαι υποχρεωμένος να σβήσω το πρόσωπό μου, να υπαγάγω το εγώ και την ατομική ταυτότητα σε ό,τι συνοψίζει η υπογραφή μου: «Το να γράφει κανείς, κατά βάθος, είναι να προσπαθεί να ρεύσει, μέσα από τα μυστηριώδη κανάλια της πένας και της γραφής, ολόκληρη η υπόσταση, όχι μονάχα της ύπαρξης αλλά και του σώματος, μέσα σε αυτά τα μικροσκοπικά ίχνη που αποθέτει πάνω στο χαρτί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!